ἐπεδήμησεν

ἐπεδήμησεν
ἐπιδημέω
to be at home
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιδημώ — (AM ἐπιδημῶ, έω) [επίδημος] 1. μένω στην πατρίδα μου ή στον τόπο κατοικίας μου 2. διαμένω προσωρινά σε έναν τόπο 3. (για τον Χριστό) έρχομαι στη Γη και μένω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ») 4. (για νόσο) παρουσιάζομαι και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”